- γάνου
- γανόωmake brightpres imperat act 2nd sgγανόωmake brightimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek
Μάξιμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Είναι κυρίως γνωστός με το όνομα Μαξιμιανός (βλ. λ.). 2. Καταγόταν από τη Μακρούπολη Θράκης και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (286 305) μαζί με τον Ασκληπιοδότη και τον Θεόδοτο. Η μνήμη τους τιμάται στις … Dictionary of Greek
Νίκων — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από τη Νάπολη της Ιταλίας και ήταν στρατιωτικός. Πηγαίνοντας προς την Κωνσταντινούπολη και περνώντας από τη Χίο, έμεινε σε σπήλαιο του όρους Γάνου, όπου βαφτίστηκε και χειροτονήθηκε ιερέας … Dictionary of Greek
Προκόπιος — I Oνομασία αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιερουσαλήμ και έδρασε επί Διοκλητιανού (284 – 305). Με τη μεσιτεία της μητέρας του, η οποία ήταν εθνική, διορίστηκε σε διοικητική θέση στην Αλεξάνδρεια, όπου του ανέθεσαν τον… … Dictionary of Greek
τραγοριγάνου — τραγορῑγάνου , τραγορίγανος goat s marjoram fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγάνου — φρῡγάνου , φρύγανον dry stick neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀριγάνου — ὀρῑγάνου , ὀρίγανον organy neut gen sg ὀρίγανος organy fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… … Православная энциклопедия